πολωτής

πολωτής
ο, Ν [πολώνω]
φυσ. διάταξη που χρησιμεύει για τη λήψη πολωμένου φωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολωσίμετρο — Όργανο που αποτελείται από δύο πρίσματα Nicol και χρησιμεύει για τη μελέτη των κρυσταλλικών σωμάτων και των διαλυμάτων τους, τα οποία έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός, προσδιορίζοντας το μέγεθος και τη διεύθυνση αυτής της …   Dictionary of Greek

  • τουρμαλίνης — ο, Ν 1. (ορυκτ.) βοριοπυριτικό ορυκτό τού αργιλίου και τού νατρίου 2. φρ. α) «πλακίδιο τουρμαλίνη» (ορυκτ. φυσ.) οπτικό όργανο που έχει τη μορφή πλάκας πάχους μερικών δεκάτων τού χιλιοστομέτρου αποτελούμενης από ορυκτό τουρμαλίνη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”